ταξινόμηση

ταξινόμηση
Όρος ενδεικτικός της εργασίας και του αποτελέσματος της κατάταξης (ονοματολογία, συγκρότηση ομάδων, κλπ.), περισσότερων του ενός πραγμάτων. Ο σκοπός της κατάταξης αυτής είναι ο καθορισμός, όσο είναι δυνατόν, των χαρακτηριστικών ενός αντικειμένου, ώστε να μπορούμε να τα ξεχωρίζουμε από τα άλλα. Η τ. έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα για τα ζώα, τα φυτά και τα ορυκτά. Η κατάταξή τους γίνεται με βάση φυλογενετικές συγγένειες και κρυσταλλογραφικές ομοιότητες.
* * *
η, Ν
1. η ενέργεια τού ταξινομώ, η θέση κατά προδιαγεγραμμένη τάξη, σύμφωνα με ορισμένο σύστημα, κατάταξη («ταξινόμηση τών αρχείων»)
2. η κατάταξη πραγμάτων ή εννοιών με ορισμένη σειρά («αλφαβητική ταξινόμηση»)
3. βιολ. η καθιέρωση ενός ιεραρχικού συστήματος κατηγοριών τών οργανισμών με βάση τις μεταξύ τους φυσικές σχέσεις
4. (πληροφ.) επεξεργασία δεδομένων, με την οποία αυτά καταχωρίζονται σε σειρά με ορισμένο ή ορισμένα κριτήρια, αλφαβητικά ή αριθμητικά
5. (λογ.) κατάταξη στην ίδια ομάδα και απόδοση κοινής ονομασίας σε γεγονότα, αντικείμενα ή όντα που έχουν κοινά χαρακτηριστικά
6. φρ. α) «θεωρία ταξινόμησης»
(σε όλους τους γνωστικούς κλάδους, ιδίως στις βιολογικές και κοινωνικές επιστήμες) οι αρχές που διέπουν την οργάνωση τών αντικειμένων σε ομάδες σύμφωνα με τις ομοιότητες και τις διαφορές τους ή σύμφωνα με τη σχέση τους με ένα σύνολο κριτηρίων
β) «κλιματική ταξινόμηση»
(μετεωρ.) σύστημα κατάταξης τών κλιματικών περιοχών τής Γης με βάση ορισμένα κλιματολογικά δεδομένα, όπως είναι η θερμοκρασία, η υγρασία κ.ά.
γ) «ταξινόμηση νεφών»
(μετεωρ.) σύστημα ταξινόμησης τών νεφών που βασίζεται κυρίως στη μορφή τους, όπως αυτή παρατηρείται από το έδαφος
δ) «αριθμητική ταξινόμηση» — κατάταξη σύμφωνα με αριθμητική συνέχεια, κατ' αύξοντα αριθμό 1, 2, 3...
ε) «ταξινόμηση αυτοκινήτων» — η απογραφική εργασία που διεξάγεται από τις υπηρεσίες τού υπουργείου συγκοινωνιών κάθε χρόνο με σκοπό τη συγκέντρωση στατιστικών στοιχείων για τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν στη χώρα
στ) «γεωγραφική ταξινόμηση» — ταξινόμηση αντικειμένων με βάση τη χώρα προέλευσης ή προορισμού τους
ζ) «ειδολογική ταξινόμηση» — ταξινόμηση αντικειμένων που γίνεται με βάση το είδος τους
η) «κάθετη ταξινόμηση» — ταξινόμηση φακέλων ή βιβλίων τού ενός δίπλα στο άλλο σε όρθια στάση ώστε η ράχη να είναι στραμμένη στον παρατηρητή
θ) «οριζόντια ταξινόμηση» — ταξινόμηση βιβλίων ή φακέλων με την τοποθέτηση τού ενός πάνω στο άλλο και με τη ράχη στραμμένη στον παρατηρητή
ι) «ταξινόμηση λογαριασμών» — κατανομή και κατάταξη λογαριασμών στις κατηγορίες ενός λογιστικού σχεδίου η οποία συνήθως γίνεται σύμφωνα με το δεκαδικό σύστημα
ια) «ταξινόμηση πλοίων»
ναυτ. η κατάταξη κάθε πλοίου σε ορισμένη κατηγορία από τον νηογνώμονα στον οποίο αυτό είναι ενταγμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταξινομώ. Η λ., στον λόγιο τ. ταξινόμησις, μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταξινόμηση — η η κατάταξη σε κανονική σειρά, ταχτοποίηση, τοποθέτηση: Έγινε η ταξινόμηση των άρθρων του λεξικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

  • φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… …   Dictionary of Greek

  • Κονς, Αλέν — (Alain Connes, Ντραγκινιάν 1947 –). Γάλλος μαθηματικός. Αποφοίτησε από την École Normal Supériere του Παρισιού το 1970. Η διδακτορική διατριβή του (Η ταξινόμηση των παραγόντων τύπου ΙΙΙ) στην άλγεβρα συναρτήσεων, ειδικότερα στην άλγεβρα του Φον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”